νυμφεύομαι

νυμφεύομαι
νυμφεύω
give in marriage
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νυμφεύομαι — νυμφεύομαι, νυμφεύτηκα και νυμφεύθηκα, νυμφευμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • уневещаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (νυμφεύομαι) назначаю невестой, сговариваю, обручаю (в нед …   Словарь церковнославянского языка

  • уневещаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (νυμφεύομαι) делаюсь невестой (Акаф. великомуч. Варваре) …   Словарь церковнославянского языка

  • εδνώ — ἑδνῶ και ἐεδνῶ ( όω) (Α) 1. προικίζω 2. (μέσ. για σύζυγο) προικίζω γυναίκα 3. μέσ. α) νυμφεύομαι β) μνηστεύομαι …   Dictionary of Greek

  • εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… …   Dictionary of Greek

  • εκγαμίζω — ἐκγαμίζω (AM) 1. παντρεύω, νυμφεύω 2. παθ. ἐκγαμίζομαι παντρεύομαι, νυμφεύομαι …   Dictionary of Greek

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμεύω — (AM) [θάλαμος] μσν. ασπάζομαι, υιοθετώ («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. φέρνω στον νυφικό θάλαμο, παίρνω ως σύζυγο 2. (για ζώο) κρύβομαι στη φωλιά μου 3. παθ. (για γυναίκες) θαλαμεύομαι α) μένω κλεισμένη σε θάλαμο β)… …   Dictionary of Greek

  • θεονύμφευτος — θεονύμφευτος, ή (AM) (για τη θεοτόκο) η θεόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + νύμφευτος (< νυμφεύομαι), πρβλ. α νύμφευτος, πρωτο νύμφευτος] …   Dictionary of Greek

  • κερδογαμώ — κερδογαμῶ, έω (Α) παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῑς ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερδόγαμος < κέρδος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”